- πρέσβευση
- η / πρέσβευσις, -εύσεως, ΝΑ [πρεσβεύω]αποστολή πρεσβευτή, πρεσβείανεοελλ.φρ. «δίκαιο πρεσβεύσεως»διεθν. δίκ. δίκαιο που διαμορφώθηκε με την πάροδο τού χρόνου και σύμφωνα με το οποίο κάθε πολιτεία δικαιούται να αποστέλλει διπλωματικούς αντιπροσώπους σε τρίτο κράτος αλλά και υποχρεώνεται να δέχεται τέτοιους διαπιστευμένους σε αυτήν από άλλα κράτη με τα οποία δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση ή σε μόνιμη διακοπή τών διπλωματικών σχέσεων, υπό την προϋπόθεση τής ύπαρξης πλήρους κυριαρχίας και τών δύο πολιτειών καθώς και η από τις δύο πλευρές αναγνώριση τών κρατών.
Dictionary of Greek. 2013.